παρακόβω

παρακόβω
παράκοψα, παρακόπηκα, παρακομμένος
1. κόβω κάτι υπερβολικά: Παρακόπηκα και δε σταματά το αίμα.
2. λέω πολλά, φλυαρώ: Τα παρακόβεις μπροστά στους ξένους και δεν κάνεις καλά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρακόβω — 1. κόβω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει 2. (για εργαλείο κοπής) είμαι πάρα πολύ κοφτερός 3. φρ. «τά παρακόβει τα ψέματα» λέει πράγματα υπερβολικά, τά παραλέει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”